- γνώστης
- ο (AM γνώστης)1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι2. έμπειρος, συνετός3. προφήτης, μάντηςαρχ.γνωστήρ, εγγυητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω.ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός.ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστηςαρχ.διαγνώστης, υπαναγνώστηςνεοελλ.Αθηνογνώστης, ανθρωπογνώστης, αρχαιογνώστης, βιβλιογνώστης, γεωγνώστης, γραφογνώστης, εδαφογνώστης, θαλασσογνώστης, κειμενογνώστης, κοσμογνώστης, ορυκτογνώστης, παντογνώστης, φαρμακογνώστης, φυσιογνώστης].
Dictionary of Greek. 2013.